- ὑπᾶσσω
- ὑπ - ᾶσσω, fut. ὑπᾶῖξει, aor. part. ὑπᾶξᾶς: dart or spring up under or out from under, Il. 21.126, Il. 2.310.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπάσσω — Α (αττ. τ.) βλ. ὑπαΐσσω … Dictionary of Greek
υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… … Dictionary of Greek